Ο ΤΟΠΟΣ ΜΑΣ: ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ - ΟΙΟΝ -ΜΠΟΓΙΑΤΙ

Αναπαράσταση άφιξης των προσφύγων στον σταθμό του τρένου, το 1924.
Μαθητές, μαθήτριες και εκπαιδευτικοί του 2ου ΔΣ Αγίου Στεφάνου, σε εκδήλωση για τα 100 χρόνια εποικισμού του τόπου (Φεβρουάριος 2024),
η οποία διοργανώθηκε σε πρωτοβουλία της Ενορίας Αγίου Στεφάνου και του Δήμου Διονύσου
Ο Άγιος Στέφανος όπου βρίσκεται το σχολείο μας (παλαιότερα γνωστός ως Μπογιάτι) είναι κωμόπολη στον δήμο Διονύσου στην βορειοανατολική Αττική. Ο οικισμός έχει πληθυσμό 9.872 κατοίκους, σύμφωνα με την Απογραφή του 2011, καταλαμβάνει έκταση 8,1 τ.χμ. και βρίσκεται κτισμένος σε υψόμετρο 380 μ. Είναι μέρος του πολεοδομικού συγκροτήματος Αθηνών[1], απέχει από την Κηφισιά 15 χιλιόμετρα, από το Καπανδρίτι 5 χιλιόμετρα και από τον Μαραθώνα 8 χιλιόμετρα
Η Δημοτική Κοινότητα Αγίου Στεφάνου περιλαμβάνει τον οικισμό Πευκόφυτο, με πληθυσμό 123 μόνιμους κατοίκους. Ο συνολικός πληθυσμός της δημοτικής ενότητας ανέρχεται σε 10.015 κατοίκους.
- 1 Ιστορικό
- 2 Διοικητική ιστορία
- 3 Ονομασία
- 4 Διοικητική και πληθυσμιακή εξέλιξη
- 5 Συνοικίες
- 6 Συγκοινωνίες
- 7 Σχολεία
- 8 Αθλητισμός
- 9 Παραπομπές
- 10 Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Ιστορικό
Τον Μάιο του 1924, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών, 70 οικογένειες από την ευρύτερη περιοχή της Κωνσταντινούπολης (τον Άγιο Στέφανο, το Φανάρι, τις Νύμφες, το Αβάσσο, το Τσιφούτ Μπουζάς κ.α.), όπως επίσης και 36 οικογένειες από τη Μικρά Ασία (το Ικόνιο, το Πέρραν, το Προκόπι, τη Μάκρη κ.α.) έφθασαν σε αυτό τον τόπο ως ανταλλάξιμος πληθυσμός, σύμφωνα με την ελληνοτουρκική σύμβαση της 30ης Ιανουαρίου του 1923. Πρώτη στάση των προσφύγων υπήρξε η Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης, όπου κάποιοι αποφάσισαν να εγκατασταθούν μόνιμα. Στους υπόλοιπους προτάθηκαν από την Κυβέρνηση δύο περιοχές: τα Κάτω Πατήσια και το Οίον (Οίον το Δεκελεικόν, το συναντούμε στον Όμηρο και σημαίνει δασώδη περιοχή) ή Μπογιάτι. Η επιτροπή των προσφύγων επέλεξε το δεύτερο.
Το μόνο που υπήρχε τότε στην περιοχή ήταν ο σιδηροδρομικός σταθμός με την επωνυμία «Οίον» (η κατασκευή του σταθμού έγινε το 1904). Σε απόσταση δύο χιλιομέτρων υπήρχαν οι γηγενείς κάτοικοι του (Παλιού) Μπογιατίου, της σημερινής δηλαδή Άνοιξης, οι οποίοι έβλεπαν με εχθρότητα και μίσος την εγκατάσταση των προσφύγων που τους αποκαλούσαν ΠΡΟΣ «ΣΦΙΓΓΕΣ».Οι πρόσφυγες δημιούργησαν αμέσως το Νέο Μπογιάτι. Στην περιοχή ανατολικά των σιδηροδρομικών γραμμών εγκαταστάθηκαν οι Κωνσταντινουπολίτες και στην περιοχή δυτικά των γραμμών οι Μικρασιάτες. Με αντίσκηνα που τους δόθηκαν από το κράτος άρχισαν να φτιάχνουν δυναμικά τα νοικοκυριά τους. Στη συνέχεια τους δόθηκε κτηματικός κλήρος (σε αντάλλαγμα της περιουσίας που άφησαν στις χαμένες πατρίδες ) πληρώνοντας όμως 45.000 δραχμές για τον εποικισμό στην Κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών στην πλειοψηφία τους και από εύπορες οικογένειες, οι πρόσφυγες ξεκίνησαν μια καινούργια ζωή χωρίς τις προηγούμενες ανέσεις τους, χωρίς Σχολεία και χωρίς Εκκλησία.
Άρχισαν να στήνουν τα πρώτα αντίσκηνα βγάζοντας τα σχοίνα και τα πουρνάρια με τα χέρια τους. Έμεναν ήδη για δύο χρόνια μέσα στις σκηνές όταν το 1926 χτίστηκαν τα πρώτα προσφυγικά σπίτια αποτελούμενα από δύο δωμάτια. Τα σπίτια αυτά ήταν στο κέντρο του χωριού, γύρω από τον σιδηροδρομικό σταθμό και σε ακτίνα 200μ. προς τα ανατολικά και δυτικά.
Τα μυστήρια (γάμοι, κηδείες κλπ.) γίνονταν μέσα στις σκηνές, έως ότου χτιστεί η πρώτη παράγκα - εκκλησία, ακριβώς απέναντι από τον Ιερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου, δηλαδή στην πλατεία Μαρίνου Αντύπα. Λίγο πριν από την Κατοχή ξεκίνησε η ανέγερση της Εκκλησίας στη σημερινή της θέση, με τις οικονομίες των κατοίκων. Οι Γερμανοί κατακτητές όμως σκέπασαν την Εκκλησία με σακίδια και πισσόχαρτο και την χρησιμοποιούσαν σαν αποθήκη για ζωοτροφές. Η Εκκλησία αποπερατώθηκε μετά την απελευθέρωση με εκκλησιαστικό επίτροπο το Νικόλαο Κουρεμένο και εργολάβο το Μιχάλη Βλασιάδη. Δύο χρόνια αργότερα έπεσε η κεραμοσκεπή, ευτυχώς χωρίς θύματα.
Στα επόμενα χρόνια, με δωρεές νέων και παλιών κατοίκων, έγινε η μετέπειτα κατασκευή της Εκκλησίας. Το αριστερό κωδωνοστάσιο έφτιαξε με προσωπική του δαπάνη ο Γρηγόρης Κανιάς ενώ το δεξί με το ρολόι ο Θεόδωρος Νικολαϊδης. Η κολυμπήθρα και το λιβανιστήρι είναι δωρεά του Λάζαρου Νικολαϊδη και χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα.
Τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Αβασσιώτισας, με την παράσταση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, έφερε στην Ελλάδα με κίνδυνο της ζωής του ο Κωνσταντινουπολίτης Αβασσιώτης Λάζαρος Χαβιαρόπουλος. Η εικόνα αυτή λέγεται ότι είναι μία εκ των τεσσάρων του Ευαγελιστή Λουκά, και μάλιστα η πιο θαυματουργή. Για αυτό όταν βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, προσπάθησαν κάποιοι να την πάρουν μαζί και με άλλα εκκλησιαστικά σκεύη. Την αρπαγή της εικόνας και των κειμηλίων εμπόδισε ένας θαρραλέος υπάλληλος του Μουσείου Θεσσαλονίκης, ο Παύλος Αγκιναρτζής, ο οποίος εξεδίωξε τους δράστες.
Ο σημερινός Άγιος Στέφανος, πριν αποτελέσει μία οργανωμένη πόλη με δρόμους, πλατείες, σχολεία, τράπεζες και όλες γενικά τις σύγχρονες ανέσεις, κυριολεκτικά χτίστηκε από το μηδέν (αφού τα μόνα που υπήρχαν ήταν τσακάλια και λύκοι, πουρνάρια και σχίνοι) από εκείνους τους ανθρώπους που, ενώ είχαν τα πάντα, εκδιώχθηκαν με ελάχιστα υπάρχοντα από τις πατρογονικές τους εστίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι η λεωφόρος Μαραθώνος, με κατεύθυνση προς το φράγμα της Λίμνης, στρώθηκε με χαλίκια από πρόσφυγες που δούλευαν από νύχτα σε νύχτα, μέσα στο κρύο και τη λάσπη, με μεροκάματο 10 δραχμές οι άνδρες και 6 δραχμές οι γυναίκες.
Αμέσως μετά την εγκατάστασή τους δημιούργησαν την Κοινότητα Μπογιατίου, που προήλθε μετά από διαχωρισμό από τον Δήμο Μαραθώνα καθώς και προσχώρηση του παλιού Μπογιατίου. Το 1953 δημιουργήθηκαν δύο ξεχωριστές Κοινότητες, γνωστές ως Κοινότητα Αγίου Στεφάνου (Νέο Μπογιάτι) και Κοινότητα Άνοιξης (Παλιό Μπογιάτι). Ο Άγιος Στέφανος έγινε Δήμος το 1995.


Create Your Own Website With Webador